ὀλιγοστῶς

ὀλιγοστῶς
ὀλιγοστός
with few companions
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιγοστός — και ολιγοστός ή, ό (AM ὀλιγοστός ή, όν Α, κατά τον Ησύχ., ὀλιγωστός, ή, όν, Μ και λιγοστός, ή, όν) ο πολύ λίγος, ολιγάριθμος ή βραχύτατος (α. «ήταν λιγοστοί άνθρωποι στη συγκέντρωση» β. «κίνησιν τῇ ἁπλῇ καὶ τῇ ταχίστη, ὀλιγοστὸν γὰρ αὕτη ἔχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”